συντεταγμένη

συντεταγμένη
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι συντεταγμένες
αριθμοί ή ζεύγη αριθμών ή τριάδες ή τετράδες αριθμών με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός σημείου ευθείας, επιπέδου, τού χώρου ή τού χρονοχώρου, αντίστοιχα
2. φρ. α) «άξονες συντεταγμένων»
μαθημ. δύο ή τρεις συγκλίνουσες ευθείες πάνω στις οποίες μετρώνται από το σημείο συνάντησης τους, που ονομάζεται αρχή, οι δύο ή οι τρεις συντεταγμένες με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός σημείου στο επίπεδο ή στον χώρο, αντίστοιχα
β) «σύστημα συντεταγμένων»
μαθημ. σύστημα αναφοράς με το οποίο συνδέεται ορισμένος τρόπος καθορισμού τών συντεταγμένων ενός σημείου
γ) «καρτεσιανές συντεταγμένες»
μαθημ. i) συντεταγμένες που αναφέρονται σε ένα σύστημα αναφοράς αποτελούμενο από έναν αριθμό συγκλινουσών ευθειών ίσον με τον αριθμό τών διαστάσεων τού χώρου στον οποίο βρίσκεται το προσδιοριζόμενο σημείο, λ.χ. δύο ευθειών στο επίπεδο ή τριών ευθειών στον τρισδιάστατο χώρο
ii) οι πραγματικοί αριθμοί που εκφράζουν τις τιμές τών συντεταγμένων
δ) «ορθογώνιες συντεταγμένες»
μαθημ. σύστημα συντεταγμένων στο οποίο κάθε σημείο προσδιορίζεται σε σχέση με δύο ή τρεις άξονες κάθετους μεταξύ τους
ε) «πολικές συντεταγμένες»
μαθημ. συντεταγμένες ενός σημείου Ρ, από τις οποίες η μία δίνει την απόσταση του από ένα σταθερό σημείο Ο, που λέγεται αρχή, και η άλλη τη γωνία θ, την οποία σχηματίζει η ευθεία που ενώνει τα δύο αυτά σημεία με μία σταθερή ευθεία Οχ, συμβατικά επιλεγμένη, η οποία διέρχεται από την αρχή, δηλαδή από το σημείο Ο
στ) «γεωγραφικές συντεταγμένες»
γεωγρ. σύστημα συντεταγμένων, με τη βοήθεια τού οποίου μπορεί να καθοριστεί και να περιγραφεί η θέση ενός τόπου πάνω στην επιφάνεια τής Γης, συγκεκριμένα το γεωγραφικό πλάτος και το μήκος ενός τόπου
ζ) «αστρονομικές συντεταγμένες»
αστρον. συντεταγμένες οι οποίες χρησιμεύουν για τον καθορισμό τής θέσης ενός ουράνιου σώματος στην ουράνια σφαίρα
η) «γαλαξιακές συντεταγμένες»
αστρον. συντεταγμένες που συνδέονται με το επίπεδο συμμετρίας τού γαλαξία και ένα σημείο αυτού τού επιπέδου, τοποθετημένου στη διεύθυνση τού κέντρου τού γαλαξία
θ) «εκλειπτικές συντεταγμένες»
αστρον. συντεταγμένες που συνδέονται με το επίπεδο τής εκλειπτικής και το εαρινό ισημερινό σημείο
ι) «ισημερινές συντεταγμένες»
αστρον. συντεταγμένες που συνδέονται με το επίπεδο τού ουράνιου ισημερινού και το εαρινό ισημερινό σημείο
ια) «οριζόντιες συντεταγμένες»
αστρον. συντεταγμένες που συνδέονται με το επίπεδο τού ορίζοντα, κάθετο προς την κατακόρυφο τού τόπου, και το νότιο σημείο τού ορίζοντα
ιβ) «ωριαίες συντεταγμένες»
αστρον. συντεταγμένες που συνδέονται με το επίπεδο τού ουράνιου ισημερινού και την τομή τού μεσημβρινού τού τόπου με το επίπεδο αυτό
ιγ) «παγκόσμιες συντεταγμένες»
φυσ. σύνολο τεσσάρων αριθμών, με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός συμβάντος στον χωροχρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. συντάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συντεταγμένη — η 1. (γεωμ.), στοιχείο για τον καθορισμό της θέσης ενός σημείου. 2. «γεωγραφικές συντεταγμένες», το γεωγραφικό μήκος και πλάτος ενός τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντεταγμένη — συντάσσω put in order together perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντεταγμένῃ — συντάσσω put in order together perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …   Dictionary of Greek

  • Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά …   Dictionary of Greek

  • ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του …   Dictionary of Greek

  • στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… …   Dictionary of Greek

  • συναραρίσκω — Α 1. συναρμόζω, συνδέω, συνάπτω 2. (αμτβ.) (για άσμα) εναρμονίζομαι 3. φρ. «φάλαγξ συναραρυῑα» συντεταγμένη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαθήκη — η, Ν (νομ.) διαθήκη δύο ή περισσότερων προσώπων συντεταγμένη με μία και την αυτή πράξη, μορφή που απαγορεύεται από τον νόμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”